ἀπάγουν

ἀπάγουν
ἀπά̱γουν , ἀπό-ἀγάω
imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic)
ἀπά̱γουν , ἀπό-ἀγάω
imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀπό-ἀγάω
imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic)
ἀπό-ἀγάω
imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεράιδα — Δαιμονικό, κατά κανόνα ωραίο, αγαθό, ή, κατά τις περιστάσεις, βλαπτικό ον της λαϊκής φαντασίας. Οι ν., που κλώθουν, υφαίνουν και τραγουδούν, έχουν ασυνήθεις δυνάμεις (γίνονται αόρατες, μεταμορφώνονται και μεταμορφώνουν), διευθύνουν την ανθρώπινη… …   Dictionary of Greek

  • οβελιαίος — α, ο (Α ὀβελιαῑος, αία, ον) 1. αυτός που έχει σχήμα οβελού και, γενικά, ράβδου, ραβδοειδής 2. φρ. «οβελιαία ραφή» η ραφή με την οποία συνδέονται τα δύο βρεγματικά οστά τού κρανίου νεοελλ. 1. ανατ. αυτός που έχει διεύθυνση από τα εμπρός προς τα… …   Dictionary of Greek

  • ουροφόρος — ο ανατ. αυτός που διοχετεύει τα ούρα («ουροφόροι οδοί» το σύνολο τών οργάνων που απάγουν τα ούρα από τους νεφρούς, δηλαδή οι νεφρικοί κάλυκες, η νεφρική πύελος, οι ουρητήρες, η ουροδόχος κύστη και η ουρήθρα) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”